- αναλήθευτος
- η, ο несбывшийся, неисполнившийся;неподтвердившийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλήθευτος — η, ο αυτός που δεν επαλήθευσε ή δεν είναι δυνατό να επαληθεύσει, απραγματοποίητος, ανεξακρίβωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναληθεύω < αναληθής] … Dictionary of Greek